μύρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μύρο | τα | μύρα |
| γενική | του | μύρου | των | μύρων |
| αιτιατική | το | μύρο | τα | μύρα |
| κλητική | μύρο | μύρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μύρο
Ετυμολογία
- μύρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μύρον[1] με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *smer- (λίπος, γλίτσα). Συγγενή τα μυρίζω, μύραινα[2] αλλά όχι η σμύρνα ή το αρχαιοελληνικό θηλυκό συνώνυμό της: η μύρρα. Άσχετη και η αρχαία λέξη μύρομαι (κλαίω).
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐ρο
Ουσιαστικό
μύρο ουδέτερο
- φυτικό ή τεχνητό αρωματικό έλαιο
- ευωδιά
- το Άγιο Μύρο, το λάδι που χρησιμοποιεί ο ιερέας κατά το βάπτισμα
Συγγενικά
Αναφορές
- μύρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.