ρητινώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρητινώδης η ρητινώδης το ρητινώδες
      γενική του ρητινώδους της ρητινώδους του ρητινώδους
    αιτιατική τον ρητινώδη τη ρητινώδη το ρητινώδες
     κλητική ρητινώδη(ς) ρητινώδης ρητινώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρητινώδεις οι ρητινώδεις τα ρητινώδη
      γενική των ρητινωδών των ρητινωδών των ρητινωδών
    αιτιατική τους ρητινώδεις τις ρητινώδεις τα ρητινώδη
     κλητική ρητινώδεις ρητινώδεις ρητινώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρητινώδης < αρχαία ελληνική ῥητινώδης < ῥητίνη

Επίθετο

ρητινώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με ρητίνη
  2. ρητινοφόρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.