Σμυρναία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σμυρναία | οι | Σμυρναίες |
| γενική | της | Σμυρναίας | των | Σμυρναίων |
| αιτιατική | τη | Σμυρναία | τις | Σμυρναίες |
| κλητική | Σμυρναία | Σμυρναίες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σμυρναία < αρχαία ελληνική Σμυρναία (συγχρονικά αναλύεται σε Σμυρναί(ος) + κατάληξη θηλυκού -α)
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmɾˈne.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμυρ‐ναί‐α
Συνώνυμα
Συγγενικά
- σμυρναίικος
- → και δείτε τη λέξη Σμύρνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Σμυρναία < Σμυρναῖ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Αναφορές
- Σμύρνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.