ἱδρώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱδρώς οἱ ἱδρῶτες
      γενική τοῦ ἱδρῶτος τῶν ἱδρώτων
      δοτική τῷ ἱδρῶτ τοῖς ἱδρῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱδρῶτ τοὺς ἱδρῶτᾰς
     κλητική ! ἱδρώς ἱδρῶτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱδρῶτε
γεν-δοτ τοῖν  ἱδρώτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱδρώς' όπως «ἱδρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱδρώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swidrōs < *sweyd-

Ουσιαστικό

ἱδρώς αρσενικό, θηλυκό στην Αιολική διάλεκτο

Σύνθετα

  • ἱδροσύνη
  • ἱδρόω
  • ἱδρώδης
  • ἱδρώεις
  • ἵδρωσις
  • ἱδρωτήριον
  • ἱδρωτικός
  • ἱδρωτοποιέω
  • ἱδρωτοποιός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.