Σμύρνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σμύρνη | οι | Σμύρνες |
| γενική | της | Σμύρνης | των | Σμυρνών |
| αιτιατική | τη | Σμύρνη | τις | Σμύρνες |
| κλητική | Σμύρνη | Σμύρνες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σμύρνη < αρχαία ελληνική Σμύρνη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzmiɾ.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμύρ‐νη
Συγγενικά
-
Σμύρνη στη Βικιπαίδεια

-
Νέα Σμύρνη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Σμύρνη
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Σμύρνη | ||
| γενική | τῆς | Σμύρνης | ||
| δοτική | τῇ | Σμύρνῃ | ||
| αιτιατική | τὴν | Σμύρνην | ||
| κλητική ὦ! | Σμύρνη | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σμύρνη < Σμύρνα
Πηγές
- Σμύρνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Σμύρνα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.