Σμυρναῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σμυρναῖος Σμυρναί τὸ Σμυρναῖον
      γενική τοῦ Σμυρναίου τῆς Σμυρναίᾱς τοῦ Σμυρναίου
      δοτική τῷ Σμυρναί τῇ Σμυρναί τῷ Σμυρναί
    αιτιατική τὸν Σμυρναῖον τὴν Σμυρναίᾱν τὸ Σμυρναῖον
     κλητική ! Σμυρναῖε Σμυρναί Σμυρναῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Σμυρναῖοι αἱ Σμυρναῖαι τὰ Σμυρναῖ
      γενική τῶν Σμυρναίων τῶν Σμυρναίων τῶν Σμυρναίων
      δοτική τοῖς Σμυρναίοις ταῖς Σμυρναίαις τοῖς Σμυρναίοις
    αιτιατική τοὺς Σμυρναίους τὰς Σμυρναίᾱς τὰ Σμυρναῖ
     κλητική ! Σμυρναῖοι Σμυρναῖαι Σμυρναῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Σμυρναίω τὼ Σμυρναί τὼ Σμυρναίω
      γεν-δοτ τοῖν Σμυρναίοιν τοῖν Σμυρναίαιν τοῖν Σμυρναίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Σμυρναῖος < Σμύρν(α) + -αῖος

Επίθετο

Σμυρναῖος, -α, -ον

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σμυρναῖος οἱ Σμυρναῖοι
      γενική τοῦ Σμυρναίου τῶν Σμυρναίων
      δοτική τῷ Σμυρναί τοῖς Σμυρναίοις
    αιτιατική τὸν Σμυρναῖον τοὺς Σμυρναίους
     κλητική ! Σμυρναῖε Σμυρναῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σμυρναίω
γεν-δοτ τοῖν  Σμυρναίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σμυρναῖος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου Σμυρναῖος (πατριδωνυμικό)

Κύριο όνομα

Σμυρναῖος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.