παρατηρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρατηρώ < αρχαία ελληνική παρατηρέω / παρατηρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική observer)
Ρήμα
παρατηρώ (παθητική φωνή: παρατηρούμαι)
- κοιτάζω με προσοχή και για αρκετή ώρα κάτι με σκοπό να καταλάβω ή να μάθω κάτι
- αντιλαμβάνομαι κάτι, π.χ. μια αλλαγή, σημειώνω
- παρατήρησες την αλλαγή στις συνήθειές του τελευταία;
- διατυπώνω ένα σχόλιο, σημειώνω
- θα ήθελα να παρατηρήσω ότι στην επιχειρηματολογία σας δε λάβατε υπόψη τα εξής ...
- κάνω παρατήρηση σε κάποιον, επιτιμώ, μαλώνω
- η δασκάλα τον παρατήρησε για τη συμπεριφορά του
Συγγενικά
- αντιπαρατήρηση
- αντιπαρατηρώ
- αξιοπαρατήρητα
- αξιοπαρατήρητος
- απαρατήρητα
- απαρατήρητος
- αυτοπαρατήρηση
- αυτοπαρατηρησία
- αυτοπαρατηρητής
- αυτοπαρατηρητικός
- αυτοπαρατηρούμενος
- δυσκολοπαρατήρητος
- ετεροπαρατηρησία
- ευκολοπαρατήρητα
- ευκολοπαρατήρητος
- ευπαρατήρητος
- μικροπαρατήρηση
- παρατήρημα
- παρατηρημένα
- παρατηρημένος
- παρατήρηση
- παρατηρησιακός
- παρατηρήσιμος
- παρατηρησούλα
- παρατηρητήριο
- παρατηρητέον
- παρατηρητής - παρατηρήτρια
- παρατηρητικά (παρατηρητικώς)
- παρατηρητικός
- παρατηρητικότητα (παρατηρητικότης)
- παρατηρητικώς
- παρατηρητό
- παρατηρητός
- παρατηρούμαι
- → δείτε τις λέξεις παρά και τηρώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρατηρώ | παρατηρούσα | θα παρατηρώ | να παρατηρώ | παρατηρώντας | |
| β' ενικ. | παρατηρείς | παρατηρούσες | θα παρατηρείς | να παρατηρείς | (παρατήρει) | |
| γ' ενικ. | παρατηρεί | παρατηρούσε | θα παρατηρεί | να παρατηρεί | ||
| α' πληθ. | παρατηρούμε | παρατηρούσαμε | θα παρατηρούμε | να παρατηρούμε | ||
| β' πληθ. | παρατηρείτε | παρατηρούσατε | θα παρατηρείτε | να παρατηρείτε | παρατηρείτε | |
| γ' πληθ. | παρατηρούν(ε) | παρατηρούσαν(ε) | θα παρατηρούν(ε) | να παρατηρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρατήρησα | θα παρατηρήσω | να παρατηρήσω | παρατηρήσει | ||
| β' ενικ. | παρατήρησες | θα παρατηρήσεις | να παρατηρήσεις | παρατήρησε | ||
| γ' ενικ. | παρατήρησε | θα παρατηρήσει | να παρατηρήσει | |||
| α' πληθ. | παρατηρήσαμε | θα παρατηρήσουμε | να παρατηρήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρατηρήσατε | θα παρατηρήσετε | να παρατηρήσετε | παρατηρήστε | ||
| γ' πληθ. | παρατήρησαν παρατηρήσαν(ε) |
θα παρατηρήσουν(ε) | να παρατηρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρατηρήσει | είχα παρατηρήσει | θα έχω παρατηρήσει | να έχω παρατηρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρατηρήσει | είχες παρατηρήσει | θα έχεις παρατηρήσει | να έχεις παρατηρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρατηρήσει | είχε παρατηρήσει | θα έχει παρατηρήσει | να έχει παρατηρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρατηρήσει | είχαμε παρατηρήσει | θα έχουμε παρατηρήσει | να έχουμε παρατηρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρατηρήσει | είχατε παρατηρήσει | θα έχετε παρατηρήσει | να έχετε παρατηρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρατηρήσει | είχαν παρατηρήσει | θα έχουν παρατηρήσει | να έχουν παρατηρήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρατηρούμαι | παρατηρούμουν | θα παρατηρούμαι | να παρατηρούμαι | ||
| β' ενικ. | παρατηρείσαι | παρατηρούσουν | θα παρατηρείσαι | να παρατηρείσαι | ||
| γ' ενικ. | παρατηρείται | παρατηρούνταν | θα παρατηρείται | να παρατηρείται | ||
| α' πληθ. | παρατηρούμαστε | παρατηρούμασταν παρατηρούμαστε |
θα παρατηρούμαστε | να παρατηρούμαστε | ||
| β' πληθ. | παρατηρείστε | παρατηρούσασταν παρατηρούσαστε |
θα παρατηρείστε | να παρατηρείστε | παρατηρείστε | |
| γ' πληθ. | παρατηρούνται | παρατηρούνταν | θα παρατηρούνται | να παρατηρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρατηρήθηκα | θα παρατηρηθώ | να παρατηρηθώ | παρατηρηθεί | ||
| β' ενικ. | παρατηρήθηκες | θα παρατηρηθείς | να παρατηρηθείς | παρατηρήσου | ||
| γ' ενικ. | παρατηρήθηκε | θα παρατηρηθεί | να παρατηρηθεί | |||
| α' πληθ. | παρατηρηθήκαμε | θα παρατηρηθούμε | να παρατηρηθούμε | |||
| β' πληθ. | παρατηρηθήκατε | θα παρατηρηθείτε | να παρατηρηθείτε | παρατηρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | παρατηρήθηκαν παρατηρηθήκαν(ε) |
θα παρατηρηθούν(ε) | να παρατηρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παρατηρηθεί | είχα παρατηρηθεί | θα έχω παρατηρηθεί | να έχω παρατηρηθεί | παρατηρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις παρατηρηθεί | είχες παρατηρηθεί | θα έχεις παρατηρηθεί | να έχεις παρατηρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παρατηρηθεί | είχε παρατηρηθεί | θα έχει παρατηρηθεί | να έχει παρατηρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρατηρηθεί | είχαμε παρατηρηθεί | θα έχουμε παρατηρηθεί | να έχουμε παρατηρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παρατηρηθεί | είχατε παρατηρηθεί | θα έχετε παρατηρηθεί | να έχετε παρατηρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρατηρηθεί | είχαν παρατηρηθεί | θα έχουν παρατηρηθεί | να έχουν παρατηρηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.