παρατήρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρατήρηση | οι | παρατηρήσεις |
| γενική | της | παρατήρησης* | των | παρατηρήσεων |
| αιτιατική | την | παρατήρηση | τις | παρατηρήσεις |
| κλητική | παρατήρηση | παρατηρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παρατηρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρατήρηση < (ελληνιστική κοινή) παρατήρησις
Ουσιαστικό
παρατήρηση θηλυκό
- το να παρατηρείς κάτι, να το κοιτάς προσεκτικά επί αρκετή ώρα για να ανακαλύψεις ή να καταλάβεις κάτι
- σχεδόν το σύνολο των φυσικών επιστημών βασίζονται στην παρατήρηση και το πείραμα
- ένα σχόλιο, γραπτό ή προφορικό
- Μπορώ να κάνω μια παρατήρηση πάνω στο θέμα;
- επιτιμητικός λόγος, μάλωμα
- η δασκάλα του έκανε παρατήρηση για τα πολλά λάθη στο τετράδιό του
- (παλιότερα) γραμματική ή συντακτική ή ερμηνευτική ερώτηση διαγωνίσματος πάνω σε ένα κείμενο, άσκηση
- η μικρότερη ποινή σε αθλητικά ή άλλου είδους αδικήματα η οποία απλώς καταγράφεται
Μεταφράσεις
το επί ώρα προσεκτικό κοίταγμα
|
προφορική ή γραπτή επισήμανση
|
προφορικός ή γραπτός επιτιμητικός λόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.