thoughtful
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
thoughtful < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thoȝtful, thohtful. Συγχρονικά αναλύεται σε thought + -ful. Συγκρίνετε με το ολλανδικό: gedachtenvol
Επίθετο
thoughtful (en)
- συμπονετικός, συναισθανόμενος, που έχει ενσυναίσθηση, που σκέφτεται τους άλλους, καλόκαρδος
- ευγενικός
- βαθυστόχαστος, εμβριθής, σκεπτόμενος
- σκεπτικός, στοχαστικός
- μελετημένος, προσεγμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.