στοχαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοχαστικός | η | στοχαστική | το | στοχαστικό |
| γενική | του | στοχαστικού | της | στοχαστικής | του | στοχαστικού |
| αιτιατική | τον | στοχαστικό | τη | στοχαστική | το | στοχαστικό |
| κλητική | στοχαστικέ | στοχαστική | στοχαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοχαστικοί | οι | στοχαστικές | τα | στοχαστικά |
| γενική | των | στοχαστικών | των | στοχαστικών | των | στοχαστικών |
| αιτιατική | τους | στοχαστικούς | τις | στοχαστικές | τα | στοχαστικά |
| κλητική | στοχαστικοί | στοχαστικές | στοχαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στοχαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
στοχαστικός
- που αναλογίζεται με περίσκεψη, που προβληματίζεται αρκετά και σκέφτεται κάτι σε βάθος
- (μαθηματικά, στατιστική) που ακολουθεί τυχαία εξέλιξη, η οποία εκφράζεται από κατανομές πιθανοτήτων ή πιθανοκρατικά υποδείγματα (μοντέλα)·
- στα στοχαστικά υποδείγματα οι αρχικές τιμές δεν ερμηνεύουν ή καθορίζουν πλήρως τις μελλοντικές καταστάσεις, όπως στα ντετερμινιστικά, αλλά μας δίνουν τις πιθανότητές τους ως ενδεχομένων
- ≈ συνώνυμα: τυχαίος, ≠ αντώνυμα: ντετερμινιστικός
- → δείτε και τον όρο στοχαστική μουσική
Μεταφράσεις
που αναλογίζεται με περίσκεψη
στοχαστικός (στατιστική)
Πηγές
- στοχαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.