σκίουρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκίουρος οι σκίουροι
      γενική του σκίουρου των σκίουρων
    αιτιατική τον σκίουρο τους σκίουρους
     κλητική σκίουρε σκίουροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκίουρος < από το σκιά και το ουρά, καθώς στην αρχαιότητα, θεωρούσαν ότι η ουρά του σκίουρου χρησίμευε πρωτίστως για να δημιουργεί σκιά

Ουσιαστικό

Ένας σκίουρος.

σκίουρος αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) μικρόσωμο τρωκτικό με φουντωτή ουρά που ζει στα δέντρα

Συνώνυμα

Υποκοριστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.