τρωκτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρωκτικό | τα | τρωκτικά |
| γενική | του | τρωκτικού | των | τρωκτικών |
| αιτιατική | το | τρωκτικό | τα | τρωκτικά |
| κλητική | τρωκτικό | τρωκτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρωκτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ελληνιστικού επιθέτου τρωκτικός
Ουσιαστικό
τρωκτικό ουδέτερο
- είδος θηλαστικού μικρόσωμου ζώου, που χαρακτηρίζεται από πολύ δυνατούς κοπτήρες που του χρησιμεύουν στο ροκάνισμα της τροφής
- (μεταφορικά) άνθρωπος που ροκανίζει τον ξένο πλούτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.