σκιουράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιουράκι τα σκιουράκια
      γενική
    αιτιατική το σκιουράκι τα σκιουράκια
     κλητική σκιουράκι σκιουράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκιουράκι < σκίουρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /sci.uˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκιουράκι

Ουσιαστικό

σκιουράκι ουδέτερο

  1. το μικρό του σκίουρου
  2. πολύ μικρός σκίουρος

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκίουρος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.