slak

Ολλανδικά (nl)

Προφορά

ΔΦΑ : /slɑk/


Ετυμολογία 1

slak < μέση ολλανδική slecke (< πρωτογερμανική *slikkō)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: αφρικάανς: slak

Ουσιαστικό

slak (nl) αρσενικό ή θηλυκό

  • slek (ιδιωματικό)

Σύνθετα


Ετυμολογία 2

slak < μέση κάτω γερμανική slagge, σχετιζόμενο με γερμανική Schlacke και αγγλική slag

Ουσιαστικό

slak (nl) θηλυκό

  1. σκωρία μεταλλεύματος
  2. υπολείμματα στερεών καυσίμων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.