καράολος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καράολος οι καράολοι
      γενική του καράολου
& καραόλου
των καράολων
& καραόλων
    αιτιατική τον καράολο τους καράολους
& καραόλους
     κλητική καράολε καράολοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καράολος < λείπει η ετυμολογία
καράολος

Ουσιαστικό

καράολος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.