caramujo
Πορτογαλικά (pt)
Ουσιαστικό
caramujo (pt) αρσενικό
- (ζώο) κάθε μικρό θαλάσσιο γαστερόποδο που φέρει κέλυφος, θαλάσσιο σαλιγκάρι
- (γαστρονομία) αρτοσκευάσματα σε σχήμα κοχλία - σαλιγκαριού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.