caramujo

Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

caramujo (pt) αρσενικό

  1. (ζώο) κάθε μικρό θαλάσσιο γαστερόποδο που φέρει κέλυφος, θαλάσσιο σαλιγκάρι
  2. (γαστρονομία) αρτοσκευάσματα σε σχήμα κοχλία - σαλιγκαριού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.