snäcka
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- snäcka < μέση άνω γερμανική snëgge (< παλαιά άνω γερμανική sneggo < πρωτογερμανική *sneggô
Προφορά
- ΔΦΑ : /²ɛka/
Ουσιαστικό
snäcka (sv)
- (ζώο) κάθε ζώο που ανήκει στα Γαστερόποδα (όπως το σαλιγκάρι κ.λπ.)
- (ζώο) κοχύλι
- (γενικότερα) κάθε αντικείμενο που έχει σχήμα κοχλία - σαλιγκαριού
- (ανατομία) κοχλίας (αφτιού)
- (μουσική) κοχλίας - σαλίγκαρος εγχόρδων μουσικών οργάνων
- (τεχνολογία) μικρό ακουστικό που μπαίνει μέσα στο αφτί («ψείρα», μικροακουστικό)
- (αργκό, παρωχημένο) όμορφο κορίτσι, εμφανίσιμη γυναίκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.