snäcka

Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

snäcka < μέση άνω γερμανική snëgge (< παλαιά άνω γερμανική sneggo < πρωτογερμανική *sneggô

Προφορά

ΔΦΑ : /²ɛka/

Ουσιαστικό

snäcka (sv)

  1. (ζώο) κάθε ζώο που ανήκει στα Γαστερόποδα (όπως το σαλιγκάρι κ.λπ.)
  2. (ζώο) κοχύλι
  3. (γενικότερα) κάθε αντικείμενο που έχει σχήμα κοχλία - σαλιγκαριού
  4. (ανατομία) κοχλίας (αφτιού)
  5. (μουσική) κοχλίας - σαλίγκαρος εγχόρδων μουσικών οργάνων
  6. (τεχνολογία) μικρό ακουστικό που μπαίνει μέσα στο αφτίψείρα», μικροακουστικό)
  7. (αργκό, παρωχημένο) όμορφο κορίτσι, εμφανίσιμη γυναίκα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.