σιαλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιαλικός | η | σιαλική | το | σιαλικό |
| γενική | του | σιαλικού | της | σιαλικής | του | σιαλικού |
| αιτιατική | τον | σιαλικό | τη | σιαλική | το | σιαλικό |
| κλητική | σιαλικέ | σιαλική | σιαλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιαλικοί | οι | σιαλικές | τα | σιαλικά |
| γενική | των | σιαλικών | των | σιαλικών | των | σιαλικών |
| αιτιατική | τους | σιαλικούς | τις | σιαλικές | τα | σιαλικά |
| κλητική | σιαλικοί | σιαλικές | σιαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σιαλικός < ελληνιστική κοινή σιαλικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.a.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐α‐λι‐κός
Μεταφράσεις
σιαλικός
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σιαλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.