σαλίγκαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαλίγκαρος | οι | σαλίγκαροι |
| γενική | του | σαλίγκαρου | των | σαλίγκαρων |
| αιτιατική | τον | σαλίγκαρο | τους | σαλίγκαρους |
| κλητική | σαλίγκαρε | σαλίγκαροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαλίγκαρος < μεγεθυντικό του σαλιγκάρι
Ουσιαστικό
σαλίγκαρος αρσενικό
- μεγάλο σαλιγκάρι
- (συνεκδοχικά) κάθε σαλιγκάρι
- διάδρομος σε σχήμα φιδιού που αποτελούσε μέρος εξέτασης για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης
- (μεταφορικά) βάση σελοτέιπ, βάση μπλανκοταινίας ή άλλος παρόμοιος μηχανισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.