βλέννα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλέννα | οι | βλέννες |
| γενική | της | βλέννας | των | βλεννών |
| αιτιατική | τη | βλέννα | τις | βλέννες |
| κλητική | βλέννα | βλέννες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλέννα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλέννα, βλεννός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvle.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλέν‐να
Ουσιαστικό
βλέννα θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- βλέννα < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- βλέννος
- βλεννός
- βλεννώδης
Πηγές
- βλέννα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.