σέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σέρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σέρνω < σύρνω < αρχαία ελληνική σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈseɾ.no/

Ρήμα

σέρνω (παθητική φωνή: σέρνομαι)

  1. τραβάω πίσω μου, όπως κινούμαι, κάποιον ή κάτι
  2. μετακινώ κάτι τραβώντας το ή ωθώντας το, χωρίς να το σηκώνω
  3. (για ζώα, κυρίως γάτα), βρίσκομαι σε περίοδο οίστρου.
  4. παθητική φωνή: σέρνομαι
    1. τριγυρίζω κουρασμένα με ανία και χωρίς σκοπό
    2. τραβάω σε μάκρος, διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα
    3. για αρρώστια που εξαπλώνεται

Συγγενικά

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.