σέρνομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σέρνομαι
:
παθητική φωνή
του ρήματος
σέρνω
Ρήμα
σέρνομαι
έρπω
προχωρώ
πολύ αργά, με μεγάλη δυσκολία, με πολύ κόπο
τριγυρίζω
κουρασμένα
με
ανία
και
χωρίς
σκοπό
τραβάω
σε
μάκρος
,
διαρκώ
μεγάλο χρονικό
διάστημα
για
αρρώστια
που εξαπλώνεται
Συγγενικά
σερνάμενος
Μεταφράσεις
σέρνομαι
γαλλικά
: se
traîner
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.