σύρετε
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
σύρετε
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
σέρνω
θα σύρετε
:
β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
σέρνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.