αναδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀναδεύω[1] < ἀνά (ανα-) + δεύω (υγραίνω, αναμειγνύω), αγνώστου ετύμου[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈðe.vo/
Ρήμα
αναδεύω, αόρ.: ανάδεψα/ανάδευσα, παθ.φωνή: αναδεύομαι, π.αόρ.: αναδεύτηκα/αναδεύθηκα, μτχ.π.π.: αναδευμένος
- (μεταβατικό) ανακατεύω ένα υγρό μείγμα, με κάποιο εργαλείο ή ανακινώντας το ελαφρά, για να αναμειχθούν καλύτερα τα συστατικά του
- (μεταβατικό) κινώ ελαφρά κάτι
- (αμετάβατο) κινούμαι ο ίδιος ελαφρά
Αντώνυμα
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδεύω | ανάδευα | θα αναδεύω | να αναδεύω | αναδεύοντας | |
| β' ενικ. | αναδεύεις | ανάδευες | θα αναδεύεις | να αναδεύεις | ανάδευε | |
| γ' ενικ. | αναδεύει | ανάδευε | θα αναδεύει | να αναδεύει | ||
| α' πληθ. | αναδεύουμε | αναδεύαμε | θα αναδεύουμε | να αναδεύουμε | ||
| β' πληθ. | αναδεύετε | αναδεύατε | θα αναδεύετε | να αναδεύετε | αναδεύετε | |
| γ' πληθ. | αναδεύουν(ε) | ανάδευαν αναδεύαν(ε) |
θα αναδεύουν(ε) | να αναδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανάδευσα | θα αναδεύσω | να αναδεύσω | αναδεύσει | ||
| β' ενικ. | ανάδευσες | θα αναδεύσεις | να αναδεύσεις | ανάδευσε | ||
| γ' ενικ. | ανάδευσε | θα αναδεύσει | να αναδεύσει | |||
| α' πληθ. | αναδεύσαμε | θα αναδεύσουμε | να αναδεύσουμε | |||
| β' πληθ. | αναδεύσατε | θα αναδεύσετε | να αναδεύσετε | αναδεύστε | ||
| γ' πληθ. | ανάδευσαν αναδεύσαν(ε) |
θα αναδεύσουν(ε) | να αναδεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδεύσει | είχα αναδεύσει | θα έχω αναδεύσει | να έχω αναδεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδεύσει | είχες αναδεύσει | θα έχεις αναδεύσει | να έχεις αναδεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδεύσει | είχε αναδεύσει | θα έχει αναδεύσει | να έχει αναδεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδεύσει | είχαμε αναδεύσει | θα έχουμε αναδεύσει | να έχουμε αναδεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδεύσει | είχατε αναδεύσει | θα έχετε αναδεύσει | να έχετε αναδεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδεύσει | είχαν αναδεύσει | θα έχουν αναδεύσει | να έχουν αναδεύσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδεύομαι | αναδευόμουν(α) | θα αναδεύομαι | να αναδεύομαι | ||
| β' ενικ. | αναδεύεσαι | αναδευόσουν(α) | θα αναδεύεσαι | να αναδεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | αναδεύεται | αναδευόταν(ε) | θα αναδεύεται | να αναδεύεται | ||
| α' πληθ. | αναδευόμαστε | αναδευόμαστε αναδευόμασταν |
θα αναδευόμαστε | να αναδευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναδεύεστε | αναδευόσαστε αναδευόσασταν |
θα αναδεύεστε | να αναδεύεστε | (αναδεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αναδεύονται | αναδεύονταν αναδευόντουσαν |
θα αναδεύονται | να αναδεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδεύτηκα | θα αναδευτώ | να αναδευτώ | αναδευτεί | ||
| β' ενικ. | αναδεύτηκες | θα αναδευτείς | να αναδευτείς | αναδεύσου | ||
| γ' ενικ. | αναδεύτηκε | θα αναδευτεί | να αναδευτεί | |||
| α' πληθ. | αναδευτήκαμε | θα αναδευτούμε | να αναδευτούμε | |||
| β' πληθ. | αναδευτήκατε | θα αναδευτείτε | να αναδευτείτε | αναδευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αναδεύτηκαν αναδευτήκαν(ε) |
θα αναδευτούν(ε) | να αναδευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναδευτεί | είχα αναδευτεί | θα έχω αναδευτεί | να έχω αναδευτεί | αναδευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναδευτεί | είχες αναδευτεί | θα έχεις αναδευτεί | να έχεις αναδευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδευτεί | είχε αναδευτεί | θα έχει αναδευτεί | να έχει αναδευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδευτεί | είχαμε αναδευτεί | θα έχουμε αναδευτεί | να έχουμε αναδευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδευτεί | είχατε αναδευτεί | θα έχετε αναδευτεί | να έχετε αναδευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδευτεί | είχαν αναδευτεί | θα έχουν αναδευτεί | να έχουν αναδευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναδευμένος - είμαστε, είστε, είναι αναδευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναδευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναδευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναδευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναδευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναδευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναδευμένοι | |||||
Αναφορές
- αναδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.