σύρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σύρω < αρχαία ελληνική σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.ɾo/

Ρήμα

σύρω (παθητική φωνή: σύρομαι)

  • (λόγιο) άλλη μορφή του σέρνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.