drag

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
drag drags

drag (en)

Ρήμα

ενεστώτας drag
γ΄ ενικό ενεστώτα drags
αόριστος dragged
παθητική μετοχή dragged
ενεργητική μετοχή dragging

drag (en)

  1. σύρω, σέρνω
  2. σέρνομαι (κινούμαι πολύ αργά)
    • drag one's feet: "σέρνω τα πόδια μου", "σέρνομαι"
  3. (πληροφορική) σέρνω, μετακινώ κείμενο, ένα εικονίδιο κτλ. στην οθόνη ενός υπολογιστή χρησιμοποιώντας το ποντίκι
    Drag the table to see all the columns.
    Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες.

Εκφράσεις

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

drag (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.