μαλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαλώνω < μεσαιωνική ελληνική μαλώνω < ομαλός

Ρήμα

μαλώνω , πρτ.: μάλωνα, στ.μέλλ.: θα μαλώσω, αόρ.: μάλωσα, μτχ.π.π.: μαλωμένος

  1. (μεταβατικό) (με αιτιατική) επιπλήττω κάποιον, του κάνω παρατήρηση
  2. (αμετάβατο) (με εμπρόθετο) τσακώνομαι με κάποιον, διαπληκτίζομαι
      Κάθε φορά που τον βρίσκαν μπροστά τους, τον βρίζαν και πάντα θέλανε να μαλώνουν μαζί του. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  3. (αμετάβατο) διακόπτω σχέσεις

Εκφράσεις

  • δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα: όταν κάποιοι τσακώνονται για πράγματα που δεν τους ανήκουν

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.