σάπιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σάπιος η σάπια το σάπιο
      γενική του σάπιου της σάπιας του σάπιου
    αιτιατική τον σάπιο τη σάπια το σάπιο
     κλητική σάπιε σάπια σάπιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σάπιοι οι σάπιες τα σάπια
      γενική των σάπιων των σάπιων των σάπιων
    αιτιατική τους σάπιους τις σάπιες τα σάπια
     κλητική σάπιοι σάπιες σάπια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σάπιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σάπιος < σαπίζω με (αναδρομικό σχηματισμό) < αρχαία ελληνική σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), παθητική φωνή του ρήματος σήπω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsa.pços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σάπιος

Επίθετο

σάπιος, -ια, -ιο

  1. (για οργανική ύλη) που έχει αποσυντεθεί
  2. (για άλλα υλικά) διαβρωμένος
  3. (μεταφορικά) διεφθαρμένος

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σάπιος < σαπίζω με (αναδρομικό σχηματισμό) < αρχαία ελληνική σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), παθητική φωνή του ρήματος σήπω[1][2]

Επίθετο

σάπιος

  1. σάπιος
  2. ... ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

  1. σάπιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.