υποκρισία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκρισία οι υποκρισίες
      γενική της υποκρισίας των υποκρισιών
    αιτιατική την υποκρισία τις υποκρισίες
     κλητική υποκρισία υποκρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκρισία < μεσαιωνική ελληνική υποκρισία < αρχαία ελληνική ὑπόκρισις

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.kɾiˈsi.a/

Ουσιαστικό

υποκρισία θηλυκό

  1. η ιδιότητα και η συμπεριφορά του υποκριτή, το να προσποιείται κάποιος και να αποκρύπτει τον πραγματικό (κακό) του εαυτό
  2. υποκριτικός λόγος ή πράξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.