αποσυνθέτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσυνθέτω < απο- + συνθέτω, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική décomposer
Ρήμα
αποσυνθέτω, πρτ.: αποσυνέθετα, αόρ.: αποσυνέθεσα/αποσύνθεσα, παθ.φωνή: αποσυντίθεμαι, π.πρτ.: αποσυνετίθετο3o, π.αόρ.: αποσυντέθηκα, μτχ.π.π.: αποσυντεθειμένος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσυνθέτω | αποσυνέθετα | θα αποσυνθέτω | να αποσυνθέτω | αποσυνθέτοντας | |
| β' ενικ. | αποσυνθέτεις | αποσυνέθετες | θα αποσυνθέτεις | να αποσυνθέτεις | αποσύνθετε | |
| γ' ενικ. | αποσυνθέτει | αποσυνέθετε | θα αποσυνθέτει | να αποσυνθέτει | ||
| α' πληθ. | αποσυνθέτουμε | αποσυνθέταμε | θα αποσυνθέτουμε | να αποσυνθέτουμε | ||
| β' πληθ. | αποσυνθέτετε | αποσυνθέτατε | θα αποσυνθέτετε | να αποσυνθέτετε | αποσυνθέτετε | |
| γ' πληθ. | αποσυνθέτουν(ε) | αποσυνέθεταν αποσυνθέταν(ε) |
θα αποσυνθέτουν(ε) | να αποσυνθέτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσυνέθεσα | θα αποσυνθέσω | να αποσυνθέσω | αποσυνθέσει | ||
| β' ενικ. | αποσυνέθεσες | θα αποσυνθέσεις | να αποσυνθέσεις | αποσύνθεσε | ||
| γ' ενικ. | αποσυνέθεσε | θα αποσυνθέσει | να αποσυνθέσει | |||
| α' πληθ. | αποσυνθέσαμε | θα αποσυνθέσουμε | να αποσυνθέσουμε | |||
| β' πληθ. | αποσυνθέσατε | θα αποσυνθέσετε | να αποσυνθέσετε | αποσυνθέστε | ||
| γ' πληθ. | αποσυνέθεσαν αποσυνθέσαν(ε) |
θα αποσυνθέσουν(ε) | να αποσυνθέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσυνθέσει | είχα αποσυνθέσει | θα έχω αποσυνθέσει | να έχω αποσυνθέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσυνθέσει | είχες αποσυνθέσει | θα έχεις αποσυνθέσει | να έχεις αποσυνθέσει | έχε αποσυντεθειμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αποσυνθέσει | είχε αποσυνθέσει | θα έχει αποσυνθέσει | να έχει αποσυνθέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσυνθέσει | είχαμε αποσυνθέσει | θα έχουμε αποσυνθέσει | να έχουμε αποσυνθέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσυνθέσει | είχατε αποσυνθέσει | θα έχετε αποσυνθέσει | να έχετε αποσυνθέσει | έχετε αποσυντεθειμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αποσυνθέσει | είχαν αποσυνθέσει | θα έχουν αποσυνθέσει | να έχουν αποσυνθέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποσυντεθειμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποσυντεθειμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποσυντεθειμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποσυντεθειμένο | |||||
Μεταφράσεις
αποσυνθέτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.