σήπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | σήπω | σήπομαι |
| Παρατατικός | ἔσηπον | ἐσηπόμην |
| Μέλλοντας | σήψω | σαπήσομαι |
| Αόριστος | ἔσηψα | ἐσάπην |
| Παρακείμενος | σέσηπα | σέσημμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐσεσήπειν | ἐσεσήμμην |
| Συντελ.Μέλλ. |
Σύνθετα
- ἀκροσαπής
- ἀντισήπω
- ἀποσήπομαι
- ἀσαπής
- ἄσηπτος
- διασήπω
- δύσσηπτος
- ἐκσήπομαι
- ἐνσήπομαι
- εὔσηπτος
- ἡμισαπής
- κατασήπω
- περισήπομαι
- προσήπω
- σηποποιός
- σύσσηπω
- ὑποσήπω
Σημειώσεις
- Ο παρακείμενος σέσηπα χρησιμοποιείται με παθητική σημασία (σαπίζω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.