σήπω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σήπω   σήπομαι 
Παρατατικός  ἔσηπον   ἐσηπόμην 
Μέλλοντας  σήψω   σαπήσομαι 
Αόριστος  ἔσηψα   ἐσάπην 
Παρακείμενος  σέσηπα   σέσημμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐσεσήπειν   ἐσεσήμμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα

σήπω, μέσο και παθητικό σήπομαι

  1. κάνω κάτι να σαπίσει
  2. (μεταφορικά) διαφθείρω

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀκροσαπής
  • ἀντισήπω
  • ἀποσήπομαι
  • ἀσαπής
  • ἄσηπτος
  • διασήπω
  • δύσσηπτος
  • ἐκσήπομαι
  • ἐνσήπομαι
  • εὔσηπτος
  • ἡμισαπής
  • κατασήπω
  • περισήπομαι
  • προσήπω
  • σηποποιός
  • σύσσηπω
  • ὑποσήπω

Σημειώσεις

  • Ο παρακείμενος σέσηπα χρησιμοποιείται με παθητική σημασία (σαπίζω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.