σαπρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπρός η σαπρή το σαπρό
      γενική του σαπρού της σαπρής του σαπρού
    αιτιατική τον σαπρό τη σαπρή το σαπρό
     κλητική σαπρέ σαπρή σαπρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπροί οι σαπρές τα σαπρά
      γενική των σαπρών των σαπρών των σαπρών
    αιτιατική τους σαπρούς τις σαπρές τα σαπρά
     κλητική σαπροί σαπρές σαπρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαπρός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /saˈpɾos/

Επίθετο

σαπρός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.