διεφθαρμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεφθαρμένος η διεφθαρμένη το διεφθαρμένο
      γενική του διεφθαρμένου της διεφθαρμένης του διεφθαρμένου
    αιτιατική τον διεφθαρμένο τη διεφθαρμένη το διεφθαρμένο
     κλητική διεφθαρμένε διεφθαρμένη διεφθαρμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεφθαρμένοι οι διεφθαρμένες τα διεφθαρμένα
      γενική των διεφθαρμένων των διεφθαρμένων των διεφθαρμένων
    αιτιατική τους διεφθαρμένους τις διεφθαρμένες τα διεφθαρμένα
     κλητική διεφθαρμένοι διεφθαρμένες διεφθαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διεφθαρμένος: αρχαία ελληνική διεφθαρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαφθείρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corrompu)

Μετοχή

διεφθαρμένος αρσενικό, διεφθαρμένη θηλυκό, διεφθαρμένο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.