αἱμορραγία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αἱμορραγίᾱ | αἱ | αἱμορραγίαι |
| γενική | τῆς | αἱμορραγίᾱς | τῶν | αἱμορραγιῶν |
| δοτική | τῇ | αἱμορραγίᾳ | ταῖς | αἱμορραγίαις |
| αιτιατική | τὴν | αἱμορραγίᾱν | τὰς | αἱμορραγίᾱς |
| κλητική ὦ! | αἱμορραγίᾱ | αἱμορραγίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱμορραγίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἱμορραγίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αἱμορραγία, -ας θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Προρρητικόν, (Prorrheticon I), 2.36, @scaife.perseus
- Ὁκόσοι δὲ ἔχουσι σπλῆνας μεγάλους, μήτε αἱμοῤῥαγίαι γίνονται μήτε στόμα δυσῶδες, τουτέων αἱ κνῆμαι ἕλκεα πονηρὰ ἴσχουσι καὶ οὐλὰς μελαίνας.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Προρρητικόν, (Prorrheticon I), 2.36, @scaife.perseus
- αἱμορραγίη
Συγγενικά
- αἱμόρροια
- αἱμορραγής
- → και δείτε τις λέξεις αἷμα και ῥήγνυμι
Πηγές
- αἱμορραγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.