υπερρεαλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερρεαλιστής οι υπερρεαλιστές
      γενική του υπερρεαλιστή των υπερρεαλιστών
    αιτιατική τον υπερρεαλιστή τους υπερρεαλιστές
     κλητική υπερρεαλιστή υπερρεαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερρεαλιστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική surréaliste

Ουσιαστικό

υπερρεαλιστής αρσενικό, -ίστρια


Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.