αύξηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αύξηση οι αυξήσεις
      γενική της αύξησης* των αυξήσεων
    αιτιατική την αύξηση τις αυξήσεις
     κλητική αύξηση αυξήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυξήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αύξηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὔξη(σις) + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaf.ksi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αύξηση

Ουσιαστικό

αύξηση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυξάνω, η πρόκληση ανόδου στην ποσότητα ή στην αριθμητική τιμή
    Η πιθανή αύξηση του πληθωρισμού είναι ανησυχητικό στοιχείο.
  2. (γραμματική) μορφολογικό στοιχείο των παρελθοντικών χρόνων στα αρχαία και στα νέα ελληνικά
    1. συλλαβική αύξηση: η πρόσθεση ενός ε- ή πριν το θέμα της λέξης, όταν αυτό αρχίζει από σύμφωνο, π.χ. βάζω, έβαζα, θέλω, ήθελα
    2. χρονική αύξηση: η τροπή του αρχικού βραχέος φωνήεντος σε μακρό (στα αρχαία ελληνικά, π.χ. ὁρίζω, ριζον)
    3. εσωτερική αύξηση: η αύξηση που εμφανίζεται μετά την πρόθεση σε σύνθετα ρήματα, πχ. καταγράφω, κατέγραψα)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αυξάνω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.