υπερ-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερ- < αρχαία ελληνική ὑπερ- < ὑπέρ (πάνω από)

Πρόθημα

υπερ- ή υπέρ-

  1. σε λέξεις που δηλώνουν το ξεπέρασμα ενός εμποδίου, κατάστασης, ρεύματος κλπ
    υπερβαίνω
    υπερρεαλισμός
  2. σε λέξεις που δηλώνουν ότι ξεπεράστηκε ένα δεδομένο αριθμητικό μέγεθος
    υπερηχητικός
    υπεραιωνόβιος
  3. σε λέξεις που δηλώνουν ότι ξεπεράστηκε ένα μέγεθος που θεωρείται κανονικό
    υπερβάλλω
    υπερκοστολογώ
    υπέρταση
  4. σε λέξεις που δηλώνουν αναφορά σε κάτι ευρύτερο από τα μεμονωμένα μέλη ενός συνόλου
    υπερεθνικός (πάνω από τα μεμονωμένα έθνη)
    υπερκομματικός (πάνω από τα μεμονωμένα κόμματα)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υπερ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υπέρ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.