άρρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άρρητος η άρρητη το άρρητο
      γενική του άρρητου της άρρητης του άρρητου
    αιτιατική τον άρρητο την άρρητη το άρρητο
     κλητική άρρητε άρρητη άρρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άρρητοι οι άρρητες τα άρρητα
      γενική των άρρητων των άρρητων των άρρητων
    αιτιατική τους άρρητους τις άρρητες τα άρρητα
     κλητική άρρητοι άρρητες άρρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άρρητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρρητος < ἀ- στερητικό + ῥητός

Επίθετο

άρρητος

  1. που δεν μπορεί να λεχθεί ή να ειπωθεί, που δεν είναι δυνατόν να τον εκφράσει ή να τον περιγράψει κανείς
    επίρρημα: άρρητα
  2. (μαθηματικά) για πραγματικό αριθμό που δεν είναι ρητός ( δείτε τον όρο άρρητος αριθμός)
    το π είναι άρρητος αριθμός

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.