συρράπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συρράπτω < αρχαία ελληνική συρράπτω

Ρήμα

συρράπτω

  • ράβω και συνδέω μεταξύ τους διαφορετικά κομμάτια είτε από αντικείμενα (όπως υφάσματα), είτε από τμήματα κειμένων

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συρράπτω < συρ- + ῥάπτω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.