παρρησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρρησία | οι | παρρησίες |
| γενική | της | παρρησίας | των | παρρησιών |
| αιτιατική | την | παρρησία | τις | παρρησίες |
| κλητική | παρρησία | παρρησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρρησία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρρησία
Ουσιαστικό
παρρησία θηλυκό
- η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια
- ↪ μίλησε με παρρησία
- (θρησκεία) τα ονόματα πιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζωντανών ή νεκρών, τα οποία μνημονεύονται σε ακολουθίες ενός μοναστηριού, εκτός των επίσημων διπτύχων, στα οποία περιέχονται ονόματα που μνημονεύονται στην Πρόθεση κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας.[1]
- ※ Ο Γληγόρης, γιος του Τζάνου, από τη Μυτιλήνη, αφιερώνει στη μονή Καρακάλλου ένα σπίτι στο «μαχαλά» της Μητροπόλεως, [στη Μυτιλήνη], κοντά στου Χατζή Αθανάση Καμπά, της Παλογούς Καρανίκενας και Κωνσταντίνου Αβαγιανού, για τέσσερις παρρησίες (τα ονόματα: Γλήγορης, Ελενούδα, Γεώργιος και Τζάνος). (Αθωνικά Σύμμεικτα, τόμ. 1 σ. 45)
Συγγενικά
- απαρρησίαστος
- απαρρησίαστα
- παρρησιαστικός
- → και δείτε τις λέξεις πας και ρήση
Αναφορές
- Νικόλαος Ανδ. Μιχαλόπουλος, "Ανέκδοτες ιεροσφράγιστες μοναστηριακές αποδείξεις (ενδείξεις) ιερών μονών του Αγίου Όρους προς τους κατοίκους της Θάσου", Θασιακά, τόμ. 10, σ. 486, υποσημ. 5)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρρησίᾱ | αἱ | παρρησίαι |
| γενική | τῆς | παρρησίᾱς | τῶν | παρρησιῶν |
| δοτική | τῇ | παρρησίᾳ | ταῖς | παρρησίαις |
| αιτιατική | τὴν | παρρησίᾱν | τὰς | παρρησίᾱς |
| κλητική ὦ! | παρρησίᾱ | παρρησίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρρησίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρρησίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Πηγές
- παρρησία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- παρρησία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρρησία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.