ῥάπτω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥάπτω < θέμα ραφ από αρχικό σραφ όπου το σίγμα τράπηκε σε δασυνόμενη προφορά (ῥ = χρ) και προστέθηκε το πρόσφυμα τ (=ῥάφτω) και τέλος το φ έγινε π = ῥάπτω

Ρήμα

ῥάπτω

  1. συνδέω, συναρμολογώ, συγκολλώ, ράβω
  2. κάνω ράμματα σε τραύμα
  3. (μεταφορικά) επινοώ, μηχανορραφώ, σχεδιάζω
    οὕνεκά οἱ φόνον αἰπὺν ἐράπτομεν οὐδ᾽ ἐκίχημεν
    ἐόντες βάρβαροι ἐπ᾽ Ἕλλησι ἀνδράσι φόνον ἔρραψαν
  4. συνθέτω
    ἀοιδήν ἔρραψαν (συνέθεσαν τραγούδι)
  5. κλείνω ερμητικά
    ἐρράφθαι τὸ χεῖλος
  6. μέσο (ῥάπτομαι): παραγγέλλω να ραφτεί κάτι και κατασκευάζω
  7. παθητικό: ράβομαι, συγκολλούμαι


Συγγενικά


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Μέση-Παθητική Φωνή
Ενεστώτας (ῥάπτω) [ῥάπτομαι]
Παρατατικός
Μέλλοντας (ῥάψω) [ῥαφήσομαι]
Αόριστος ἔρραψα [ἔρραφον] ἐρραψάμην ἐρράφην
Παρακείμενος ἔρραφα ἔρραμμαι
Υπερσυντέλικος [ἔρραφήκειν] [ἐρράμμην]

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • σε παρένθεση οι τύποι που απαντούν σύνθετοι και σε αγκύλη οι μεταγενέστεροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.