ριζοσπαστισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ριζοσπαστισμός οι ριζοσπαστισμοί
      γενική του ριζοσπαστισμού των ριζοσπαστισμών
    αιτιατική τον ριζοσπαστισμό τους ριζοσπαστισμούς
     κλητική ριζοσπαστισμέ ριζοσπαστισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριζοσπαστισμός < ριζοσπάστης + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radicalisme)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾi.zo.spa.stiˈzmos/

Ουσιαστικό

ριζοσπαστισμός αρσενικό

  1. η προσπάθεια ρήξης με το παρελθόν και το κατεστημένο και η προώθηση ριζικών αλλαγών στην κοινωνία, την πολιτική κ.α. με αποφασιστικές μεθόδους
  2. αδιάλλακτη και ανυποχώρητη στάση και πρακτική
  3. εξτρεμισμός
  4. (φιλοσοφία)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.