αδιάλλακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάλλακτος η αδιάλλακτη το αδιάλλακτο
      γενική του αδιάλλακτου της αδιάλλακτης του αδιάλλακτου
    αιτιατική τον αδιάλλακτο την αδιάλλακτη το αδιάλλακτο
     κλητική αδιάλλακτε αδιάλλακτη αδιάλλακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάλλακτοι οι αδιάλλακτες τα αδιάλλακτα
      γενική των αδιάλλακτων των αδιάλλακτων των αδιάλλακτων
    αιτιατική τους αδιάλλακτους τις αδιάλλακτες τα αδιάλλακτα
     κλητική αδιάλλακτοι αδιάλλακτες αδιάλλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιάλλακτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιάλλακτος < στερητικό  και δείτε τη λέξη διαλλάττω (διά + ἀλλαγή)

Επίθετο

αδιάλλακτος, -η, -ο

Συνώνυμα

με παρόμοια σημασία:

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη διαλλάσσω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.