αβανγκαρντισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβανγκαρντισμός οι αβανγκαρντισμοί
      γενική του αβανγκαρντισμού των αβανγκαρντισμών
    αιτιατική τον αβανγκαρντισμό τους αβανγκαρντισμούς
     κλητική αβανγκαρντισμέ αβανγκαρντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβανγκαρντισμός < αβανγκάρντ + -ισμός [1] < γαλλική avant-garde

Ουσιαστικό

αβανγκαρντισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.