ριζικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ριζικός | η | ριζική | το | ριζικό |
| γενική | του | ριζικού | της | ριζικής | του | ριζικού |
| αιτιατική | τον | ριζικό | τη | ριζική | το | ριζικό |
| κλητική | ριζικέ | ριζική | ριζικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ριζικοί | οι | ριζικές | τα | ριζικά |
| γενική | των | ριζικών | των | ριζικών | των | ριζικών |
| αιτιατική | τους | ριζικούς | τις | ριζικές | τα | ριζικά |
| κλητική | ριζικοί | ριζικές | ριζικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ριζικός < (ελληνιστική κοινή) ῥιζικός < αρχαία ελληνική ῥίζα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.ziˈkos/
Επίθετο
ριζικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη ρίζα, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
- (μεταφορικά) ολοκληρωτικός, εκ βάθρων, πλήρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.