ρήξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρήξη | οι | ρήξεις |
| γενική | της | ρήξης* | των | ρήξεων |
| αιτιατική | τη | ρήξη | τις | ρήξεις |
| κλητική | ρήξη | ρήξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρήξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρήξη < αρχαία ελληνική ῥῆξις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.ksi/
Ουσιαστικό
ρήξη θηλυκό
- η δημιουργία μιας ασυνέχειας, ενός ρήγματος
- (ιατρική) ρήξη συνδέσμου
- η καταστροφή των δεσμών που ενώνουν ένα άτομο ή σύνολο με άλλα
- επήλθε ρήξη στους κόλπους του κόμματος και όλοι περιμένουν την οριστική διάσπασή του
- η ριζική αλλαγή συνηθειών, απόψεων κλπ
- αποφάσισε να έρθει σε ρήξη με το παρελθόν του και να κάνει ιδεολογική στροφή 180 μοιρών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.