προώθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προώθηση | οι | προωθήσεις |
| γενική | της | προώθησης* | των | προωθήσεων |
| αιτιατική | την | προώθηση | τις | προωθήσεις |
| κλητική | προώθηση | προωθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προωθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προώθηση < (προωθώ) προωθη- (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προώθη(σις) + -ση Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ώθηση.
- σημασία «υποστήριξη, προβολή» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική promotion[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈo.θi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ώ‐θη‐ση
Ουσιαστικό
προώθηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προωθώ
- προωθώ προς τα εμπρός
- ↪ σχεδιάζεται από το επιτελείο η προώθηση του λόχου στην πρώτη γραμμή
- υποστήριξη, προβολή, διάδοση και πώληση
- ↪ η εταιρεία έχει μια νέα στρατηγική για την προώθηση του προϊόντος
- προωθώ προς τα εμπρός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- προώθηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.