ριζοσπαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ριζοσπαστικότητα | οι | ριζοσπαστικότητες |
| γενική | της | ριζοσπαστικότητας | των | ριζοσπαστικοτήτων |
| αιτιατική | τη | ριζοσπαστικότητα | τις | ριζοσπαστικότητες |
| κλητική | ριζοσπαστικότητα | ριζοσπαστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ριζοσπαστικότητα < ριζοσπαστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
ριζοσπαστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ριζοσπάστης ή ριζοσπαστικός, η ιδιότητα του ριζοσπάστη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.