εξτρεμισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξτρεμισμός | οι | εξτρεμισμοί |
| γενική | του | εξτρεμισμού | των | εξτρεμισμών |
| αιτιατική | τον | εξτρεμισμό | τους | εξτρεμισμούς |
| κλητική | εξτρεμισμέ | εξτρεμισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξτρεμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική extrémisme (εξτρέμ + -ισμός < λατινική extremus (ακραίος) < υπερθετικός βαθμός του exter (εξωτερικός)
Ουσιαστικό
εξτρεμισμός αρσενικό
- ακραία ιδεολογία ή πολιτική
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.