πρόληψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρόληψη | οι | προλήψεις |
| γενική | της | πρόληψης* | των | προλήψεων |
| αιτιατική | την | πρόληψη | τις | προλήψεις |
| κλητική | πρόληψη | προλήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προλήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόληψη < ελληνιστική κοινή πρόληψις < αρχαία ελληνική προλαμβάνω < πρό + λαμβάνω (1. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική prévention. 2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική préjugé. 3,4. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική prolepse)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.li.psi/
Ουσιαστικό
πρόληψη θηλυκό
- η προσπάθεια που γίνεται για να προλάβουμε εκ των προτέρων και να αποτρέψουμε κάποιες αρνητικές ή ανεπιθυμητες καταστάσεις, ενέργειες ή συνέπειες
- ανορθολογική αντίληψη που αναζητά την αιτιότητα σε άλογες και υπερφυσικές δυνάμεις
- (ρητορική) η εκ των προτέρων ανασκευή επιχειρήματος του αντιπάλου
- (γραμματική) συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο μιας δευτερεύουσας πρότασης τίθεται ως αντικείμενο στην κύρια
Συγγενικά
- προληπτικά
- προληπτικός
- → δείτε τις λέξεις προλαμβάνω, προλαβαίνω, προ και λαμβάνω
Μεταφράσεις
Αποσόβηση, αποτροπή
|
Δεισιδαιμονία
|
Aberglaube (de)
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.